ἐφ-όλκαιον
1ολκαίον — ὁλκαῑον, τὸ (Α) βλ. ολκαίος …
2ὁλκαῖον — stern post neut nom/voc/acc sg …
3ὁλκαίοιο — ὁλκαῖον stern post neut gen sg (epic) ὁλκαῖος drawn along masc/neut gen sg (epic) …
4ὁλκαίοις — ὁλκαῖον stern post neut dat pl ὁλκαῖος drawn along masc/neut dat pl …
5ὁλκαίοισι — ὁλκαῖον stern post neut dat pl (epic ionic aeolic) ὁλκαῖος drawn along masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6ὁλκαίου — ὁλκαῖον stern post neut gen sg ὁλκαῖος drawn along masc/neut gen sg …
7ὁλκαίων — ὁλκαῖον stern post neut gen pl ὁλκαῖος drawn along fem gen pl ὁλκαῖος drawn along masc/neut gen pl …
8ὁλκαίῳ — ὁλκαῖον stern post neut dat sg ὁλκαῖος drawn along masc/neut dat sg …
9εφόλκαιο — τὸ (Α ἐφόλκαιον) νεοελλ. (πυροβολ.) δίτροχο όχημα που έλκεται από τετράτροχο το οποίο καλείται προολκαίο («εφόλκαίο τού βλητοφόρου») αρχ. πιθ. πηδάλιο («ξεστὸν ἐφόλκαιον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. επί + ὁλκαῖον (< ἕλκω)] …
10ολκαίος — ὁλκαῑος, αία, ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [ολκή] 1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται 2. (για φίδι) αυτός που έρπει 3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.) 4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός… …