ἐφέσπερος
1εφέσπερος — ἐφέσπερος, ον (Α) δυτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕσπερος «δυτικός»] …
2ἐφέσπερον — ἐφέσπερος western masc/fem acc sg ἐφέσπερος western neut nom/voc/acc sg …
3εσπέρα — η (AM ἑσπέρα, Α ιων. τ. ἑσπέρη) 1. (ενν. ώρα) το τέλος τής ημέρας, το χρονικό διάστημα από τη δύση τού ηλίου μέχρι να επικρατήσει το νυχτερινό σκοτάδι (ή και ακόμη περισσότερο) 2. (ενν. χώρα) το δυτικό μέρος τού ορίζοντα, η δύση μσν. νεοελλ. φρ.… …
4εφεσπερεύω — ἐφεσπερεύω (Α) [εφέσπερος] αγρυπνώ, ξαγρυπνώ (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν «ἑσπέρας ἐγρηγορῶ») …