ἐφικτός
1ἐφικτός — easy to reach masc nom sg …
2εφικτός — ή, ό (ΑΜ ἐφικτός, ή, όν) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να φθάσει, προσιτός, κατορθωτός, δυνατός, πραγματοποιήσιμος μσν. 1. (για το θείο) κατανοητός 2. αυτός που προσβάλλει, που πλήττει αρχ. 1. φρ. α) «ἐφικτόν ἐστι» είναι δυνατό να... β) «καθ… …
3εφικτός — ή, ό προσιτός, κατορθωτός, που μπορεί να γίνει, ο δυνατός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐφικτά — ἐφικτός easy to reach neut nom/voc/acc pl ἐφικτά̱ , ἐφικτός easy to reach fem nom/voc/acc dual ἐφικτά̱ , ἐφικτός easy to reach fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ἐφικτῶν — ἐφικτός easy to reach fem gen pl ἐφικτός easy to reach masc/neut gen pl …
6ἐφικτόν — ἐφικτός easy to reach masc acc sg ἐφικτός easy to reach neut nom/voc/acc sg …
7ἐφικταῖς — ἐφικτός easy to reach fem dat pl …
8ἐφικταί — ἐφικτός easy to reach fem nom/voc pl …
9ἐφικτοῖς — ἐφικτός easy to reach masc/neut dat pl …
10ἐφικτοί — ἐφικτός easy to reach masc nom/voc pl …