ἐφθονημένος

  • 1εφθονημένως — ἐφθονημένως (Α) επίρρ. φθονερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παθ. παρακμ. εφθονημένος τού ρ. φθονώ] …

    Dictionary of Greek