ἐφηῦρον

  • 1ἐφηῦρον — ἐφευρίσκω find aor ind act 3rd pl ἐφευρίσκω find aor ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …

    Dictionary of Greek