ἐφημερία
1ἐφημερία — ἐφημερίᾱ , ἐφημέριος on fem nom/voc/acc dual ἐφημερίᾱ , ἐφημέριος on fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐφημερίᾱ , ἐφημερία division fem nom/voc/acc dual ἐφημερίᾱ , ἐφημερία division fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἐφημερίᾳ — ἐφημερίᾱͅ , ἐφημέριος on fem dat sg (attic doric aeolic) ἐφημερίαι , ἐφημερία division fem nom/voc pl ἐφημερίᾱͅ , ἐφημερία division fem dat sg (attic doric aeolic) …
3εφημερία — η (Α ἐφημερία) νεοελλ. 1. υπηρεσία ημέρας, επίβλεψη κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. η περίοδος κατά την οποία ο ιερέας εκτελεί τα καθήκοντά του στον ναό εναλλασσόμενος με τους άλλους ιερείς που υπηρετούν μαζί του στον ναό 3. η ενορία τού ιερέα, το …
4εφημερία — η η άσκηση του καθήκοντος της εποπτείας ή η χρονική διάρκεια της άσκησης τούτου: Η εφημερία του ιερέα διαρκεί μια εβδομάδα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐφημέρια — ἐφημέριος on neut nom/voc/acc pl ἐφημέριος on neut nom/voc/acc pl …
6ἐφημερίας — ἐφημερίᾱς , ἐφημέριος on fem acc pl ἐφημερίᾱς , ἐφημέριος on fem gen sg (attic doric aeolic) ἐφημερίᾱς , ἐφημερία division fem acc pl ἐφημερίᾱς , ἐφημερία division fem gen sg (attic doric aeolic) …
7ἐφημερίαι — ἐφημερίᾱͅ , ἐφημέριος on fem dat sg (attic doric aeolic) ἐφημερία division fem nom/voc pl ἐφημερίᾱͅ , ἐφημερία division fem dat sg (attic doric aeolic) …
8ἐφημερίαν — ἐφημερίᾱν , ἐφημέριος on fem acc sg (attic doric aeolic) ἐφημερίᾱν , ἐφημερία division fem acc sg (attic doric aeolic) …
9ἐφημεριῶν — ἐφημερία division fem gen pl …
10εφημεριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφημερία τών ιερέων ή στους εφημερίους («εφημεριακός κλήρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφημέριος ή εφημερία. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως (αρχ. εκδ. 1833)] …