ἐφεῖτ'

  • 1ἐφεῖτ' — ἐφεῖτο , ἐφέζομαι sit upon plup ind mp 3rd sg ἐφεῖται , ἐφέζομαι sit upon perf ind mp 3rd sg ἐφεῖτο , ἐφίημι send to aor ind mid 3rd sg ἐφεῖτο , ἐφίημι send to plup ind mp 3rd sg ἐφεῖτε , ἐφίημι send to aor opt act 2nd pl ἐφεῖτε , ἐφίημι send to… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κηδεμόνας — ο, η (Α κηδεμών, όνος, ό) αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῡδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.) αρχ. (γενικά) 1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο… …

    Dictionary of Greek