ἐφετμή
1εφετμή — ἐφετμή, ἡ (Α) (ποιητ. λ.) 1. παραγγελία, εντολή, προσταγή («θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή», Ομ. Ιλ.) 2. (συχνά στον πληθ.) αἱ ἐφετμαί α) (κυρίως από θεούς ή γονείς) διατάγματα, παραγγελίες, εντολές β) συνεκδ. παρακλήσεις («Θέτις δ οὐ λήθετ ἐφετμέων παιδὸς… …
2ἐφετμῇ — ἐφετμή command fem dat sg (attic epic ionic) …
3ἐφετμή — command fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4ἐφετμῆι — ἐφετμῇ , ἐφετμή command fem dat sg (attic epic ionic) …
5ἐφετμαῖς — ἐφετμή command fem dat pl …
6ἐφετμαί — ἐφετμή command fem nom/voc pl …
7ἐφετμῆς — ἐφετμή command fem gen sg (attic epic ionic) …
8ἐφετμῇς — ἐφετμή command fem dat pl (epic) …
9ἐφετμῇσι — ἐφετμή command fem dat pl (epic ionic) …
10ἐφετμέων — ἐφετμή command fem gen pl (epic ionic) …
Страницы
- 1
- 2