ἐφετμή
11ἐφετμήν — ἐφετμή command fem acc sg (attic epic ionic) …
12ἐφετμῶν — ἐφετμή command fem gen pl …
13εφέτης — ο (ΑΜ ἐφέτης) ανώτερος δικαστής που δικάζει τις εφέσεις νεοελλ. δικαστικός λειτουργός που αποτελεί μέλος τού εφετείου μσν. αρχ. 1. ηγεμόνας, άρχοντας (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», Αισχύλ. β. μτφ. «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν …
14εφετμεύω — ἐφετμεύω και ἐφετμέω (ΑΜ) [εφετμή] γνωστοποιώ, αναγγέλλω …
15ἐφετμάς — ἐφετμά̱ς , ἐφετμή command fem acc pl …
16ἐφετμάων — ἐφετμά̱ων , ἐφετμή command fem gen pl (epic aeolic) …
Страницы
- 1
- 2