ἐφελκίς
1ἐφελκίς — scab of a sore fem nom sg …
2ἐφελκίδα — ἐφελκίς scab of a sore fem acc sg …
3ἐφελκίδας — ἐφελκίς scab of a sore fem acc pl …
4ἐφελκίδος — ἐφελκίς scab of a sore fem gen sg …
5ἐφελκίδων — ἐφελκίς scab of a sore fem gen pl …
6εφελκίδα — η (Α ἐφελκίς, ίδος) η σκληρή, στερεή ουσία που καλύπτει μιαν απώλεια δερματικής ουσίας και που σχηματίζεται πάνω σε έλκος, σε πληγή, κν. κάκαδο, κρούστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕλκος] …