ἐφίσταμαι
1ἐφίσταμαι — ἐφίστημι set pres ind mp 1st sg …
2εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… …
3επίσταμαι — ἐπίσταμαι (AM) 1. γνωρίζω πώς να κάνω κάτι, είμαι ικανός να ενεργήσω («ὅστις ἐπίσταιτο ᾖσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι βέβαιος, έχω πεποίθηση («ἐπίστασθαι ὡς βουκόλου τοῡ Ἀστυάγεος εἴη παῑς», Ηρόδ.) 3. γνωρίζω καλά («πολλὰ δ’ ἐπίστατο …
4κατεφίσταμαι — (Α) εξεγείρομαι εναντίον κάποιου («κατεπέστησαν... οἱ Ἰουδαῑοι τῷ Παύλῳ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐφίσταμαι «επέρχομαι, αντίκειμαι»] …
5ԿԱՄ — I. (կաս, կայ, կացի, կա՛ց, կացէ՛ք.) NBH 1 1039 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c չ. ἴσταμαι sto, եւս եւ κεῖμαι jaceo διαμένω, ἑμμένω permaneo, remaneo, persevero. Տեղականել ուրեք. հաստատուն կամ կանգուն մնալ …
6ՅԱՌՆԵՄ — (յարեայ, արի՛, յարուցեալ,) NBH 2 0338 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c ἁνίσταμαι, ἑπανίσταμαι , ἑφίσταμαι, ἑξανίσταμαι եւն. surgo, resurgo, exsurgo, assurgo եւ ἑγείρομαι, ἑξεγείρομαι excitor, erigor, expergifacior, in vitam reddor… …
7ՍՏԻՊԵՄ — (եցի.) NBH 2 0746 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c ն. σπεύδω, κατασπεύδω urgeo, accelero ἁναγκάζω cogo παραβιάζομαι vim facio ἑφίσταμαι insto παραινέω admoneo. Ճեպեցուցանել. փութացուցանել. տագնապել. բռնադատել.… …
8ՎԵՐԱԿԱՄ — (կացի.) NBH 2 0805 Chronological Sequence: Unknown date չ. ἑφίσταμαι . Կալ ʼի վերայ երկրի. *Ուղեգնա՛ց վերակացեր ʼի կենցաղումս յայսմիկ. Բրս. սղ …