ἐφέτ-ης

  • 1ελασείω — ἐλασείω (Α) (εφετ. τού ελαύνω) επιθυμώ να βαδίσω, να προελάσω προς («καὶ νῡν ἐλασείοντι ἐπὶ Λυδίαν ἔοικε [ο Κύρος]» Λουκ.) …

    Dictionary of Greek

  • 2πλεξείω — Α εφετ. τ. τού πλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλεκ τού πλέκω + εφετική κατάλ. σείω (πρβλ. πολεμη σείω)] …

    Dictionary of Greek

  • 3ποιησείω — Α (εφετ. τ. τού ποιῶ) επιθυμώ, θέλω να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιῶ + εφετική κατάλ. σείω (πρβλ. πολεμη σείω)] …

    Dictionary of Greek

  • 4προδωσείω — Μ (εφετ. τ. τού προδίδω) θέλω να προδώσω, να γίνω προδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προδωσ τού προδίδω μι + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω)] …

    Dictionary of Greek

  • 5συμβασείω — Α επιθυμώ να συνάψω σύμβαση ή συνθήκη με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω (πρβλ. σύμβαση) + εφετ. κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω)] …

    Dictionary of Greek

  • 6συμμαθητιώ — άω, Α εφετ. τού συμμανθάνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμαθητής + κατάλ. ιάω / ιῶ (πρβλ. στρατηγ ιάω/ ιῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 7τυραννησείω — Α (εφετ. τ. τού τυραννώ) επιθυμώ να τυραννεύσω («τῶν μὴ αἰσθανομένων Πεισίστρατον τυραννησείοντα», Σόλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + εφετική κατάλ. (η)σείω (πρβλ. πολεμ ησείω)] …

    Dictionary of Greek

  • 8χειρονομησείω — Α θέλω να κάνω χειρονομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρονομῶ + εφετ. κατάλ. σείω (πρβλ. τιμωρη σείω)] …

    Dictionary of Greek

  • 9χλιδιώ — άω, Α (εφετ. p.) επιθυμώ να ζω με χλιδή, με πολυτέλεια και μαλθακότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. χλιδῶ, με κατάλ. ιῶ (πρβλ. μειδ ιῶ)] …

    Dictionary of Greek