ἐφέννυμι

  • 1εφέννυμι — ἐφέννυμι (Α) (άχρ. τ.) βλ. ἐπιέννυμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕννυμι «ενδύω»] …

    Dictionary of Greek

  • 2εφεστρίς — ἐφεστρίς, ίδος, ἡ (ΑΜ, Μ και ἐφεστρίδα) [εφέννυμι] επανωφόρι, μανδύας («πάνυ δὲ παχεῑαι ἐφεστρίδες», Ξεν.) μσν. σέλα αρχ. 1. χιτώνας φιλοσόφου 2. στρατιωτική χλαμύδα («κροσσωτὴν ἐφεστρίδα», Πλούτ.) 3. μανδύας γερουσιαστή («πᾱσα ἡ σύγκλητος… …

    Dictionary of Greek