ἐφάψεαι
1ἐφάψεαι — ἐφάπτω bind on aor subj mid 2nd sg (epic) ἐφάπτω bind on fut ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐφά̱ψεαι , ἐφάπτω bind on futperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …
2εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… …