ἐφ' ὃ κατέκειτο
1κατέκειτο — κατάκειμαι lie down imperf ind mp 3rd sg …
2κατέκειθ' — κατέκειτο , κατάκειμαι lie down imperf ind mp 3rd sg …
3κατέκειτ' — κατέκειτο , κατάκειμαι lie down imperf ind mp 3rd sg …
4погроуженыи — (18) прич. страд. прош. 1.Погруженный, ввергнутый во чтол.: иде же рѣка исхожаше огньна. и тѹ бѧше множьство мѹжь и женъ. и бѧхѹ погрѹжени ови до по˫аса. ови до пазѹхѹ. ови до ши˫а… и въпроси [Богородица] архистратига. котории се сѹть иже до… …
5ησυχή — ἡσυχῇ και δωρ. ἁσυχᾷ (Α) επίρρ. 1. ήρεμα, ήσυχα 2. αθόρυβα, σιωπηρά, αργά, σιγά («ἡσυχῇ γελάσαι», Πλάτ.) 3. ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... ἡσυχῇ», Πλάτ.) 4. με ψυχική γαλήνη, με ήρεμη διάθεση, με ήσυχη διάθεση («ἡσυχῇ καί κατὰ μικρὸν… …
6λόχμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 47 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 15 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Βίτσι. * * * η (Α λόχμη) μέρος δάσους στο οποίο… …