ἐφ' ἡμιόνων

  • 1ἡμιόνων — ἡμίονος half ass masc/fem gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2MULI — insititii nempeilli, qui hominum operâ procreantur, asinô equae admissô, quando et ubi primum coeperint, incertum. Id vero liquet, illorum iam in antiquissimis Graecorum Fabulis fieri mentionem. Sic Homeri Il. α. v. 50. pestis ab Apolline immissa …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 3CAPPADOCIA — Aliae regio ampla mari Euxino exposita, inter Galatiam ad occidemptem et. Armetniam minotem ad ortum contenta, introrsus in austrum usque ad Ciliciae sines Taurô monte dividente extensa, Plin. l. 6. c. 8. Strab. 1. 12. Huius praeses, Cl.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 4ημίονος — Βλ. λ.μουλάρι. * * * ο, η (AM ἡμίονος, Α αιολ. τ. αἰμίονος) αυτός που είναι κατά το ήμισυ όνος, ο γεννημένος από όνο και άλογο, το μουλάρι αρχ. 1. μτφ. αυτός που ανήκει σε δύο διαφορετικές εθνικότητες («ἡμίονος βασιλεύς» βασιλιάς κατά το ήμισυ… …

    Dictionary of Greek

  • 5мъщии — (1*) пр. Относящийся к мулу: иже и многашьды и гнои мъщии. на плещю нос˫а вид˫ашетьс˫а. нощью. ˫ако же ѹтаитисѧ. ли д҃ни преполовльщюс˫а твор˫ашеть се. (τῶν ἡμιόνων) ЖФСт XII, 45 об …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 6мъщина — МЪЩИН|А (1*), Ы с. Мясо мула: скорбѧщимъ ѿ пѹстынѧ и ѡ не‹до›статцѣ брашьнѣмь, толикъ гладъ ѡдержаше и, ˫ако и конинѹ и мъщинѹ ˫асти имъ (ἡμιόνων) ГА XIII–XIV, 230б …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 7ENETI — populi, qui olim iuxta Paphlagoniam habitabant, unde Homerus silvestres mulos educi scribit, sic enim ille, Ε᾿ξ Ε᾿νετῶν ὅςθεν ἡμιόνων γεόος ἀγροτεράων. Dicuntur et equae Enetides, Enetus etiam poslessivum est, et civitas Myrmecis Dialectici… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 8ημιονοστάσιο — το χώρος όπου διαμένουν ημίονοι, στάβλος ημιόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + στασιο < ίστημι (πρβλ. βου στάσιο, χοιρο στάσιο)] …

    Dictionary of Greek

  • 9θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… …

    Dictionary of Greek

  • 10ιπποθόρος — ἱπποθόρος, ὁ (Α) (κυρίως για όνο που χρησιμοποιείται για παραγωγή ημιόνων) αυτός που οχεύει φοράδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βου θόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργητική σημασία, εν αντιθέσει προς… …

    Dictionary of Greek