ἐυτής

  • 1-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …

    Dictionary of Greek

  • 2λαρινευτής — λαρινευτής, οῡ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἁλιεύς». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρινος + κατάλ. ευτής (πρβλ. ιχν ευτής, τορν ευτής) μέσω ενός αμάρτυρου *λαρινεύω] …

    Dictionary of Greek

  • 3σκιραφευτής — ὁ, Α αυτός που παίζει κύβους, ζάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίραφος + κατάλ. ευτής (πρβλ. κυβ ευτής)] …

    Dictionary of Greek

  • 4παγκρατευτής — παγκρατευτής, ὁ (Α) ο αθλητής τού παγκρατίου, παγκρατιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παγκράτιον + κατάλ. ευτής, πιθ. μέσω αμάρτυρου *παγκρατεύω] …

    Dictionary of Greek

  • 5ραφιδευτής — ὁ, Α ο ποικιλτής, αυτός που κεντάει πρόσθετες παραστάσεις σε υφάσματα και ενδύματα («βύσσου κεκλωσμένης τῇ ποικιλίᾳ τοῡ ῥαφιδευτοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, ίδος + κατάλ. ευτής (< ρ. σε εύω)] …

    Dictionary of Greek

  • 6σαϊτευτής — και σαϊττευτής και σαγιτ(τ)ευτής, ο, θηλ. τρια, Ν [σαϊτ(τ)εύω / σαγιτ(τ)εύω] αυτός που ρίχνει σαΐτα, τοξότης …

    Dictionary of Greek

  • 7σκηνευτής — ὁ, Α 1. σκηνίτης 2. κατασκευαστής σκηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + κατάλ. ευτής, παρλλ. τ. τού σκηνίτης*] …

    Dictionary of Greek

  • 8σκορδευτής — ὁ, Α καλλιεργητής σκόρδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδον + κατάλ. ευτής] …

    Dictionary of Greek