ἐτῠμότης
1ετυμότης — ἐτυμότης, ἡ (Α) [έτυμος] η αληθινή, η πραγματική σημασία μιας λέξεως, η οποία προκύπτει από την ετυμολογία …
2ἐτυμότης — true meaning fem nom sg …
3ἐτυμότητα — ἐτυμότης true meaning fem acc sg …
4ἐτυμότητας — ἐτυμότης true meaning fem acc pl …
5ἐτυμότητι — ἐτυμότης true meaning fem dat sg …
6ἐτυμότητος — ἐτυμότης true meaning fem gen sg …