ἐτήτῠμος
1ετήτυμος — ἐτήτυμος, ον (εκτεταμένος ποιητ. τ. τού έτυμος) (Α) 1. αληθής, ακριβής («οὐκ ἔσθ ὅδε μῡθος ἐτήτυμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσωπα) αληθής, αψευδής, φιλαλήθης («οὐ ψευδόμαντις... ἀλλ ἐτήτυμος», Ευρ.) 3. πραγματικός, γνήσιος («ἐτήτυμος χρυσός»,… …
2ἐτήτυμος — true masc/fem nom sg …
3ἐτητύμως — ἐτήτυμος true adverbial ἐτήτυμος true masc/fem acc pl (doric) …
4ἐτήτυμον — ἐτήτυμος true masc/fem acc sg ἐτήτυμος true neut nom/voc/acc sg …
5ἐτητύμους — ἐτήτυμος true masc/fem acc pl …
6ἐτήτυμα — ἐτήτυμος true neut nom/voc/acc pl …
7ἐτήτυμοι — ἐτήτυμος true masc/fem nom/voc pl …
8ετητυμία — ἐτητυμία και ποιητ. τ. ἐτητυμίη, ἡ (Α) [ετήτυμος] αλήθεια, γνησιότητα …
9πανετήτυμος — ον, Α εντελώς αληθής, αληθέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐτήτυμος, ποιητ. τ. αντί τού ἔτυμος «αληθής»] …