ἐτυμολογήσει
1ἐτυμολογήσει — ἐτυμολογέω argue from etymology aor subj act 3rd sg (epic) ἐτυμολογέω argue from etymology fut ind mid 2nd sg ἐτυμολογέω argue from etymology fut ind act 3rd sg …
2έρπνουν — ἔρπουν (Α) λέξη που έπλασε ο Πλάτων για να ετυμολογήσει τη λ. τερπνόν …
3θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …