ἐτνήρυσις
1ετνήρυσις — ἐτνήρυσις, ἡ (Α) κουτάλα με την οποία ανακατεύουν ή βγάζουν τη σούπα, τον χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + έρυσις «άντληση», το η αντί ε λόγω τής συνθέσεως] …
2ἐτνήρυσις — soup ladle fem nom sg …
3ἐτνήρυσιν — ἐτνήρυσις soup ladle fem acc sg …
4ἐτνηρύσεως — ἐτνηρύσεω̆ς , ἐτνήρυσις soup ladle fem gen sg (attic) …