ἐτιναξα

  • 1ἐτίναξα — τινάσσω shake aor ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ἐτίναξ' — ἐτίναξα , τινάσσω shake aor ind act 1st sg ἐτίναξε , τινάσσω shake aor ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ξετινάζω — 1. τινάζω ή κινώ κάτι με δύναμη για να φύγει η σκόνη 2. μτφ. α) καταστρέφω κάποιον οικονομικώς («τόν ξετίναξαν στα χαρτιά») β) απογυμνώνω κάποιον από τα επιχειρήματα που προβάλλει, καταρρίπτω με λόγους ή γραπτώς τις γνώμες ή τις ιδέες που… …

    Dictionary of Greek

  • 4τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ …

    Dictionary of Greek