ἐτελίς
1έτελις — ἔτελις, ὁ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με μία υπόθεση η λ. συνδέεται με λατ. attilus «είδος ψαριού τού ποταμού Πάδου», ενώ κατ άλλους θεωρείται παράγωγο τού έταλον. Και οι δύο υποθέσεις δεν φαίνονται πολύ πειστικές] …
2ati-, ateli-, -o- — ati , ateli , o English meaning: a kind of fish Deutsche Übersetzung: Fischname? Material: Gk. ἐτελίς “Goldbrassen” (kann from *ἀτελίς assimilated sein), Lat. attilus “ein störähnlicher großer fish in Po” (probably Gaul. or ligur …