ἐτέλεσσα
1ἐτέλεσσα — τελέω fulfil aor ind act 1st sg …
2ἐτέλεσσ' — ἐτέλεσσα , τελέω fulfil aor ind act 1st sg ἐτέλεσσε , τελέω fulfil aor ind act 3rd sg …
3ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …