ἐτέλεσα

  • 1ἐτέλεσα — τελέω fulfil aor ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2τελέστωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) τελεστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού ρ. τελῶ* + επίθημα τωρ (πρβλ. μνήσ τωρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 3τελεσμός — ὁ, Α 1. καθιερωμένη τελετή («συντελοῡντες τὸν τελεσμὸν καὶ τὴν θυσίαν τῷ Άσκληπιῷ», επιγρ.) 2. συμπλήρωση, ολοκλήρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού τελῶ* + κατάλ. μος (πρβλ. τέλεσ μα)] …

    Dictionary of Greek

  • 4τελεστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. τελεστής, ιεροτελεστής, μυσταγωγός 2. (στην αρχ. Τροιζήνα) αυτός που τελούσε τα προς τιμήν τής θεάς Κυβέλης μυστήρια («τελεστὴρ τᾱς Μεγάλας Ματρός», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού τελῶ* + επίθημα τηρ* (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 5τελεστήριο — Ο τόπος, όπου οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τελούσαν τα μυστήρια. Λεγόταν επίσης, ο τόπος ιεροτελεστίας αλλά και κάθε τόπος, στον οποίο τελούσαν κάποια θρησκευτική τελετή, θυσία ή μυσταγωγία. Σε νεότερα χρόνια τ. αποκαλούσαν κυρίως εκείνο της …

    Dictionary of Greek

  • 6τελεστής — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Κρητικός, πατέρας της ωραίας Ιάνθης την οποία αγάπησε παράφορα ο Ίφις από τη Φαιστό. Η θεά τους όμως, από αντιζηλία, μεταμόρφωσε την Ιάνθη σε έφηβο. 2. Ο τελευταίος από τους Βακχίδες, βασιλιάς της… …

    Dictionary of Greek