ἐσχάριος
1εσχάριος — ἐσχάριος, ον (Α) [εσχάρα] αυτός που ανήκει στην εσχάρα ή είναι κατάλληλος γι αυτήν …
2ἐσχάριον — pan of coals neut nom/voc/acc sg ἐσχάριος of masc/fem acc sg ἐσχάριος of neut nom/voc/acc sg …
3εσχάρα — η βλ. σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε ρᾱ (κατά τα τέφ ρᾱ, χώ ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα. ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης,… …
4ἐσχαρίου — ἐσχάριον pan of coals neut gen sg ἐσχάριος of masc/fem/neut gen sg …
5ἐσχαρίων — ἐσχάριον pan of coals neut gen pl ἐσχάριος of masc/fem/neut gen pl …
6ἐσχαρίῳ — ἐσχάριον pan of coals neut dat sg ἐσχάριος of masc/fem/neut dat sg …
7ἐσχάρια — ἐσχάριον pan of coals neut nom/voc/acc pl ἐσχάριος of neut nom/voc/acc pl …