ἐσχατιά
1ἐσχατιά — ἐσχατιά̱ , ἐσχατιά farthest part fem nom/voc/acc dual (ionic) ἐσχατιά̱ , ἐσχατιά farthest part fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …
2ἐσχατιᾷ — ἐσχατιά farthest part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
3εσχατιά — η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) [έσχατος] το έσχατο μέρος ή σημείο μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το τέρμα, το ακραίο σημείο («εις την εσχατιάν τού χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.) αρχ. 1. το ακραίο, το υψιστο σημείο («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς»,… …
4εσχατιά — η 1. το τελευταίο μέρος, η άκρη. 2. τα όρια, τα σύνορα ενός τόπου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐσχατιᾶι — ἐσχατιᾷ , ἐσχατιά farthest part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
6ἐσχατιάν — ἐσχατιά̱ν , ἐσχατιά farthest part fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …
7ἐσχατιάς — ἐσχατιά̱ς , ἐσχατιά farthest part fem acc pl (ionic) …
8ἐσχατιαῖς — ἐσχατιά farthest part fem dat pl (ionic) …
9ἐσχατιαῖσι — ἐσχατιά farthest part fem dat pl (epic ionic aeolic) …
10ἐσχατιαῖσιν — ἐσχατιά farthest part fem dat pl (epic ionic aeolic) …