ἐσχαρεύς
1ἐσχαρεύς — a ship s cook masc nom sg …
2ἐσχαρεῖ — ἐσχαρεύς a ship s cook masc dat sg …
3ἐσχαρέων — ἐσχάρα hearth fem gen pl (epic ionic) ἐσχάρα hearth fem gen pl (epic ionic) ἐσχαρεύς a ship s cook masc gen pl ἐσχαρέω̆ν , ἐσχαρεύς a ship s cook masc gen pl …
4εσχάρα — η βλ. σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε ρᾱ (κατά τα τέφ ρᾱ, χώ ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα. ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης,… …
5εσχαρέας — ο (Α ἐσχαρεύς) [εσχάρα] νεοελλ. ναύτης ή υπαξιωματικός τού πολεμικού ναυτικού που εκτελεί χρέη μαγείρου τού πληρώματος αρχ. ο μάγειρος τού πλοίου …