ἐστάθην
1ἐστάθην — ἵστημι make to stand aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἵστημι make to stand aor ind pass 1st sg …
2ευσταθής — ές (ΑΜ εὐσταθής, ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, ές) σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.) αρχ. 1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος… …
3θερμοσταθής — ές αυτός που έχει ή διατηρεί σταθερή θερμοκρασία («θερμοσταθής κλίβανος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + σταθής < θ. σταθ , πρβλ. εστάθην τού ίσταμαι «στέκομαι» (πρβλ. ασταθής, ευσταθής)] …
4κακοσταθής — κακοσταθής, ές (Α) ασταθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σταθής < ἐστάθην, παθ. αόρ. τού ἵσταμαι* (πρβλ. α σταθής, ευ σταθής] …
5σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… …
6φόβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφός του Δείμου, με τον οποίο πάντα εμφανίζεται ως προσωποποίηση του τρόμου. Πολεμούσαν στο πλευρό του Άρη, ως συνοδοί και υπηρέτες του. Κοντά στο αρχείο των εφόρων, οι Σπαρτιάτες είχαν… …