ἐστιχόωντο

  • 1ἐστιχόωντο — στιχάομαι march in rows imperf ind mp 3rd pl (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Kalymnos — Gemeinde Kalymnos Δήμος Καλυμνίων (Κάλυμνος) …

    Deutsch Wikipedia

  • 3στιχάομαι — Α [στίχος] (επικ. τ.) προχωρώ κατά στίχους, βαδίζω στη σειρά μαζί με άλλους (α. «οὔθ ἅλιοι δελφῑνες ἐπὶ χθονός οὔτε τι ταῡροι ἐν πόντῳ στιχόωσι», Άρατ. β. «ἐστιχόωντο ἰλαδὸν εἰς ἀγορήν», Ομ. Ιλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 4συνάμα — ΝΜΑ, και σύναμα Α συγχρόνως, μαζί (α. «συνάμα ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ τριηκόσιοι ταῡροι σύναμ ἐστιχόωντο», Θεόκρ.) αρχ. μόλις, ευθύς ως («σύναμα τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύναμα < σύν + ἅμα] …

    Dictionary of Greek