ἐσσήν

  • 1εσσήν — ἐσσήν, ῆνος, ὁ (ΑΜ) (κατά το Ετυμολογικόν Μέγα) ο βασιλιάς τών μελισσών αρχ. 1. πληθ. οἱ ἐσσῆνες οι ιερείς τής Αρτέμιδος στην Έφεσο 2. ο βασιλιάς, ανώτατος άρχων 3. μτφ. (κατά τον Ηρωδιαν.) οικιστής 4. ύφασμα για τα ενδύματα τών Ιουδαίων ιερέων.… …

    Dictionary of Greek

  • 2σειρήνα — η / σειρήν, ῆνος, ΝΑ, και σιρήνα Α 1. μυθ. στον πληθ. οι σειρήνες μυθικές θηλυκές θεότητες που εικονίζονται με ανθρώπινο κεφάλι και σώμα αρπακτικού πτηνού και οι οποίες ήταν εγκατεστημένες στην είσοδο τού πορθμού τής Σικελίας και με τη γλυκιά… …

    Dictionary of Greek