ἐσθλά
1ἐσθλά — ἐσθλός good neut nom/voc/acc pl ἐσθλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc/acc dual ἐσθλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2ἐσθλᾷ — ἐσθλός good fem dat sg (doric aeolic) …
3Ἐθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλὰ μαθήσεαι. — ἐθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλὰ μαθήσεαι. См. Добрый добру научает, а злой на зло наставляет …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4ἔσθλ' — ἐσθλά , ἐσθλός good neut nom/voc/acc pl ἐσθλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc/acc dual ἐσθλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐσθλέ , ἐσθλός good masc voc sg ἐσθλαί , ἐσθλός good fem nom/voc pl …
5ἐσθλάν — ἐσθλά̱ν , ἐσθλός good fem acc sg (doric aeolic) …
6ἐσθλάς — ἐσθλά̱ς , ἐσθλός good fem acc pl …
7εσθλός — ἐσθλός, ή, όν και δωρ. και αρκαδ. τ. ἐσλός, ά, όν και αιολ. ἔσλος (Α) 1. αγαθός, άξιος στο είδος του (στο επάγγελμα ή στην ιδιότητά του) 2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός 3. ευγενής, έξοχος («ἐσθλοῡ πατρὸς παῑς», Σοφ.) 4. (για άλογα) αυτός που… …
8добрый добру научает, а злой на зло наставляет — Ср. εσθλών μεν γαρ απ εσθλα, μαθήσεαι. От добрых научишься добру. Theogn. Gnom …
9Добрый добру научает, а злой на зло наставляет — Добрый добру научаетъ, а злой на зло наставляетъ. Ср. ἐθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλὰ μαθήσεαι. Пер. Отъ добрыхъ научишься добру. Theogn. Gnom …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
10εκπέμπω — (AM ἐκπέμπω) 1. αποστέλλω, εξαποστέλλω («εκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς») 2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῡμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.») νεοελλ. 1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται… …
- 1
- 2