ἐς ὅμιλον

  • 1ὅμιλον — ὅμῑλον , ὅμιλος any assembled crowd masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ANCAEUS — I. ANCAEUS Lycurgi et Antinoes filius, patriâ Tegeates, unus ex Argonautis. Hyginus, in Fab. Poeticis. c. 14. Orpheus in Argonaut. Αγκαῖον δ᾿ ἀν᾿ ὅμιλον ἀπ᾿ Αρκαδίης πολυμήλου Πς´μψε πατὴρ γηραιὸς ἐπί πλόον Αξείνοιο. Apollonius l. 1. Τρίτατός γε… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 3TIGRIS — I. TIGRIS quadrupedum pulcherrima, ut pavo avium, Oppianus, Cyneget. l. 3. v. 340. Τίγριδος αὖ μετέπειτα κλυτὸν δέμας ἀείδωμεν Τῆς οὐ τερπνότερον φύσις ὤπαϚε τεχνήεςςα, Ο᾿φθαλμοῖσιν ἰδεῖν, θηρῶν μετὰ πουλυν` ὅμιλον, Τόςςον δ᾿ ἐν θήρεςςι μέγ᾿… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 4όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… …

    Dictionary of Greek