ἐς ὀπίσσω
11οπισσοπόρευτος — ὀπισσοπόρευτος, ον (Α) 1. αυτός που πορεύεται προς τα πίσω 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὀπισσοπόρευτον πορεία προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπίσσω + πορεύομαι] …
12τυτθός — όν, θηλ. και ή, Α 1. ο μικρής ηλικίας, μικρός, νεαρός (α. «τυτθὸν ὄντ ἐν σπαργάνοις», Αισχύλ. β. «τυτθὸν θηρίον ἐντὶ μέλισσα», Θεοκρ.) 2. (η αιτ. εν. ουδ. ως επίρρ.) τυτθόν α) (ιδίως για τόπο) λίγο, λιγάκι («ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω», Ομ. Ιλ.) β)… …
13au-4, u- (: u̯ē̆-, u̯o-) — au 4, u (: u̯ē̆ , u̯o ) English meaning: that; other Deutsche Übersetzung: Pronominalstamm “jener”, also gegenũberstellend “alter, alius”, “andrerseits, hinwiederum”, in zwei aufeinanderfolgenden Satzgliedern gesetzt “dér einerseits… …
Страницы
- 1
- 2