ἐς ἐμέ

  • 21Klassisches Griechisch — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch …

    Deutsch Wikipedia

  • 22HYPORCHEMA — Graece Υ῾πόρχημα, poematis genus laxum ac remissum, gestuosum tamen et affectuum plenum: quale Pratinae Poetae Phliasii, pyrrhichiis refertum, ob celeritatem, exhibet Iul. Caes. Scalig. poet. l. 1. c. 47. cuius initium: Τίς ὁ θόρυβος ὅδε; τίνα… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 23εμώ — ( έω) (AM ἐμῶ) 1. βγάζω με εμετό από το στομάχι κάτι (υπολείμματα τροφών, υγρά κ.λπ.), ξερνώ, κάνω εμετό 2. μτφ. βγάζω από το στόμα μου βρισιές ή απειλές, διασύρω, υβρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο δισύλλαβος θεματικός τ. εμέ ω, που πιθ. για μετρικούς λόγους… …

    Dictionary of Greek

  • 24επαναστροφή — η (AM ἐπαναστροφή) [επαναστρέφω] αναστροφή, επιστροφή, γυρισμός (και ειδ. για χορό) νεοελλ. 1. ιατρ. η επάνοδος ενός ιστού ή οργάνου σε προηγούμενα στάδια τής εξελίξεως του 2. (φιλοσ.) «η αιώνια επαναστροφή» η φιλοσοφική δοξασία κατά την οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 25εσύ — (ΑΜ σύ Α και επικ. τύπος τύνη, λακων. τούνη, δωρ. τύ, βοιωτ. τού) προσ. αντων. β προσ. νεοελλ. 1. η ονομαστική χρησιμοποιείται κυρίως για έμφαση ή αντιδιαστολή («εσύ τό λες αυτό, κανείς άλλος») 2. οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται πάντοτε με ρήμα… …

    Dictionary of Greek

  • 26μετεωρισμός — Η διάταση της κοιλιακής κοιλότητας, εξαιτίας της παρουσίας μεγάλης ποσότητας αερίων ή αέρα στα έντερα. * * * ο (ΑΜ μετεωρισμός) [μετεωρίζω] 1. μετεώριση, ανύψωση («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», Αριστοτ.) 2. οίδημα, φούσκωμα νεοελλ. ιατρ. διόγκωση τού… …

    Dictionary of Greek

  • 27παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… …

    Dictionary of Greek

  • 28'μ' — ἀ̱μά , ἁμός 1 neut nom/voc/acc pl ἀ̱μά̱ , ἁμός 1 fem nom/voc/acc dual ἀ̱μά̱ , ἁμός 1 fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀ̱μέ , ἁμός 1 masc voc sg ἀ̱μαί , ἁμός 1 fem nom/voc pl ἀμί , ἀμίς chamber pot fem voc sg ἐμέ , ἐγώ I at least masc/fem acc 1st sg… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 29'μέ — ἀ̱μέ , ἁμός 1 masc voc sg ἐμέ , ἐγώ I at least masc/fem acc 1st sg ἐμέ , ἐμός mine masc voc sg ἀμέ , ἡμός masc voc sg (aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 30κἀμ' — ἀ̱μά , ἁμός 1 neut nom/voc/acc pl ἀ̱μά̱ , ἁμός 1 fem nom/voc/acc dual ἀ̱μά̱ , ἁμός 1 fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀ̱μέ , ἁμός 1 masc voc sg ἀ̱μαί , ἁμός 1 fem nom/voc pl ἀμί , ἀμίς chamber pot fem voc sg ἐμέ , ἐγώ I at least masc/fem acc 1st sg… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)