ἐς ἅρματα

  • 91πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… …

    Dictionary of Greek

  • 92προΐστημι — ΝΜΑ [ἵστημι] μέσ. προΐσταμαι είμαι επικεφαλής, αρχηγεύω (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ μάλιστα προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», Θουκ.) νεοελλ. α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη ο επικεφαλής,… …

    Dictionary of Greek

  • 93προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… …

    Dictionary of Greek

  • 94πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …

    Dictionary of Greek

  • 95ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …

    Dictionary of Greek

  • 96ριμφάρματος — ον, Α αυτός που γίνεται ή συνοδεύεται με γρήγορα άρματα (α. «φιμφαρμάτοις... ἁμίλλαις», Σοφ. β. «ῥιμφαρμάτου διφρηλασίας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίμφα «γρήγορα, ελαφρά» + ἅρμα, ατος (πρβλ. χρυσ άρματος)] …

    Dictionary of Greek

  • 97σελ(λ)οσκαλοχάλινα — τα, Ν η σέλλα, οι αναβατήρες και τα χαλινάρια τού αλόγου («τα σελλοσκαλοχάλινα θωρούσιν ένα ένα και πασπατεύγουν τ άρματα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλα + σκάλα + χαλινός] …

    Dictionary of Greek

  • 98σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 99στροβοσκόπιο — Όργανο που αποτελείται από έναν δίσκο από χαρτόνι, που έχει στο εξωτερικό άκρο του έναν κάθετο κυλινδρικό γύρο, επίσης από χαρτόνι. Στο εσωτερικό του γύρου αυτού έχουν απεικονιστεί διάφοροι, στη σειρά, στάσεις ενός αντικείμενου που κινείται ή… …

    Dictionary of Greek

  • 100συζυγία — η, ΝΜΑ [σύζυγος] 1. υπαγωγή στον ίδιο ζυγό, ένωση, σύζευξη 2. συζυγικός δεσμός νεοελλ. 1. αστρον. ορισμένη θέση τής Σελήνης ή ενός πλανήτη σε σχέση με τον Ήλιο κατά την οποία τα δύο αυτά ουράνια σώματα βρίσκονται είτε σε σύνοδο είτε σε αντίθεση 2 …

    Dictionary of Greek