ἐς ἅρματα
81ξεζώνω — και ξεζούνω (Μ ξεζώνω) βγάζω τη ζώνη ή αφαιρώ οτιδήποτε φορώ στη μέση μου νεοελλ. μέσ. ξεζώνομαι μτφ. πέφτω με λαιμαργία σε άφθονο φαγητό και ποτό μσν. λύνω ή βγάζω από πάνω μου τα άρματα …
82οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… …
83οπισθοφυλακή — Στρατιωτικό τμήμα ασφάλειας κατά τις μετακινήσεις που έχει σαν αποστολή να προστατεύει τα στρατεύματα που υποχωρούν ή που πορεύονται από το μέτωπο προς τα μετόπισθεν. Βασικός προορισμός της ο. είναι: να συγκρατεί τον εχθρό, που επιτίθεται, σε… …
84οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… …
85πίλναμαι — Α προσεγγίζω, πλησιάζω («ἅρματα... χθονὶ πίλνατο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο παθ. αθέματος ενεστ. πίλ νᾰ μαι έχει σχηματιστεί με ενεστ. επίθημα νη μι / νᾱ μι (πρβλ. δάμ νημι) που στη μέση φωνή εμφανίζεται με τη συνεσταλμένη του μορφή νᾰμι από τη… …
86παραβαίνω — ΝΜΑ, παρβαίνω Α αθετώ, παραβιάζω, αναιρώ (α. «παραβαίνω τον όρκο» β. «θεοῡ δε νόμον οὐ παραβαίνομεν», Ευρ.) αρχ. 1. (για πολεμιστές που μάχονταν από άρματα) πορεύομαι παραπλεύρως κάποιου, στέκομαι δίπλα του («παρεβεβήκεε δὲ οἱ ἡνίοχος τῷ οὔνομα… …
87πεισιχάλινος — ον, Α (ποιητ. τ.), αυτός που πείθεται, που υπακούει στον χαλινό, στα ηνία, αυτός που σύρεται εύκολα («ἅρματα πεισιχάλινα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι (< πείθω, πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + χαλινός] …
88περισκόπιο — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για πολεμικούς σκοπούς, που επιτρέπει σε ένα παρατηρητή που βρίσκεται χαμηλότερα από τον αντικειμενικό, να εξερευνά το εξωτερικό περιβάλλον. Τους πρώτους τύπους π. επινόησαν μελετητές διάφορων χωρών… …
89πολέμιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, Είναι ένας από τους 300 μάρτυρες και όσιους που μαρτύρησαν στην Κύπρο. * * * α, ο / πολέμιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο, πολεμικός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… …
90πολυάρματος — ον, Α αυτός που έχει πολλά άρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + άρματος (< ἅρμα, τος), πρβλ. ευ άρματος, χρυσ άρματος) …