ἐς ἅρματα

  • 21ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …

    Dictionary of Greek

  • 22κροτητός — κροτητός, ή, όν (Α) [κροτώ] 1. αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κροτητά α) είδη γλυκισμάτων β) τμήμα εδάφους που έχει πατηθεί πολύ 3. φρ. α) «κροτητὰ… …

    Dictionary of Greek

  • 23λις — (I) λίς, ἡ (Α) 1. ως επίθ. λεία, ομαλή («λὶς πέτρη», Ομ. Οδ.)·2.λῑτα, λιτί (τ. ουσ. αιτ. εν. ή πληθ. και δοτ. εν. οι οποίοι πρέπει να έχουν σχέση με τη λέξη) α) λείο λεπτό ύφασμα που έστρωναν στον θρόνο και πάνω σ αυτό έστρωναν κατόπιν τους… …

    Dictionary of Greek

  • 24τανκ — Παραπλανητική ονομασία που έδωσαν οι Άγγλοι (1915) στα άρματα μάχης, η οποία και καθιερώθηκε. Bλ. λ. άρμα μάχης. Γερμανικά άρματα μάχης τύπου Λέοπαρντ (φωτ. ΑΠΕ). * * * (I) το, Ν στρ. αγγλική ονομασία τού άρματος μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tank… …

    Dictionary of Greek

  • 25τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …

    Dictionary of Greek

  • 26τρόχος — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …

    Dictionary of Greek

  • 27όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 28Αρβαλόπουλος, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από την Τρίπολη, πιστός στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Όταν ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε, έστειλε στις επαρχίες της Τρίπολης πληρεξούσιο τον Α., μαζί με τους Νικολάκη Μούτζο και Χρήστο Αλεξανδρόπουλο, για να στρατολογήσουν… …

    Dictionary of Greek

  • 29Γκουντέριαν, Χάιντζ — (Heinz Guderian, 1888 – 1954).Γερμανός στρατιωτικός. Σπούδασε στη σχολή πολέμου του Βερολίνου και υπηρέτησε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με τον βαθμό του αξιωματικού των διαβιβάσεων, σε διάφορες μονάδες και επιτελεία. Από το 1922 έδειξε ιδιαίτερο… …

    Dictionary of Greek

  • 30Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …

    Dictionary of Greek