ἐς ἅρματα

  • 101συνάφεσις — έσεως, ἡ, ΜΑ [συναφίημι] μσν. αποχή από κάτι που γίνεται από κοινού ή μαζί με κάποιον άλλο αρχ. 1. (ιδίως σχετικά με άρματα) ταυτόχρονη απελευθέρωση 2. (για ποταμούς) αφετηρία από το ίδιο σημείο …

    Dictionary of Greek

  • 102τάγμα — Το μεγαλύτερο τακτικό τμήμα του συντάγματος ή της ταξιαρχίας. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονταν τον 14o 15o αι. τα τμήματα του πεζικού ή του ιππικού, που ήταν διατεταγμένα κατά τετράγωνα και σε ορισμένη απόσταση μεταξύ τους. Η εξέλιξη της… …

    Dictionary of Greek

  • 103τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 104τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 105τεύχος — το / τεῡχος, ους, ΝΜΑ νεοελλ. 1. μέρος συγγράμματος, συνήθως πολύτομου, που κυκλοφορεί περιοδικά και που μετά τη συμπλήρωση τού καθορισμένου αριθμού εκδόσεων συγκροτείται σε τόμους («κυκλοφόρησε το 2ο τεύχος τού 55ου τόμου τής εγκυκλοπαίδειας… …

    Dictionary of Greek

  • 106τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …

    Dictionary of Greek

  • 107τρίπωλος — ον, Α (για άρμα ή άλλο όχημα) αυτός που σύρεται από τρία άλογα («ἅρματα τρίπωλα», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πῶλος (πρβλ. ἑξά πωλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 108τρίρρυμος — ον, Α φρ. «τρίρρυμα τέλη» άρματα με τρεις ρυμούς, δηλαδή με τέσσερα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ρρυμος (< ῥυμός «τιμόνι, χαλινάρι»), πρβλ. οκτά ρρυμος] …

    Dictionary of Greek

  • 109υφηνιοχώ — έω, Α [ὑφηνίοχος] 1. είμαι βοηθός ηνιόχου 2. είμαι ηνίοχος 3. παθ. ὑφηνιοχοῡμαι (για άρματα) οδηγούμαι πίσω από άλλο …

    Dictionary of Greek

  • 110φελώ — φελῶ, άω, ΝΜ 1. (μτβ.) ωφελώ κάποιον 2. (αμτβ.) είμαι χρήσιμος, έχω αξία (α. «ήτο δειλό κι ακάτεχο, στ άρματα δεν εφέλα», Ερωτόκρ. β. «καὶ μάθε τὰ γραμματικά, ἂν θέλῃς νὰ φελέσῃς», Πρόδρ.) νεοελλ. παροιμ. «όπου φελά, παντού φελά» δηλώνει ότι ο… …

    Dictionary of Greek