ἐς χωρίον

  • 91κατηφής — ές (AM κατηφής, ές) κυρίως αυτός που έχει στραμμένα προς τα κάτω τα μάτια από λύπη ή ντροπή, άκεφος, σκυθρωπός, δύσθυμος, κατσούφης (α. «κατηφής και απαρηγόρητος», Καλλιγ. β. «κατηφὲς ὄμμ ἔχεις;», Ευρ.) αρχ. 1. (για αμπέλι) αυτό που έχει υποστεί… …

    Dictionary of Greek

  • 92κλάριος — κλάριος, ὁ (Α) [κλάρος] (δωρ. τ. τού κλήριος*) 1. αυτός που διανέμει με κλήρο 2. ως κύριο όν. ὁ Κλάριος προσωνυμία τού Διός και τού Απόλλωνος (α. «τὸ δὲ χωρίον καλεῑται... Διὸς Κλαρίου», Παυσ.) β. «ὤπολλον, πολλοί σε Βοηδρόμιον καλέουσι, πολλοὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 93κρηπιδώνω — (Α κρηπιδῶ, όω) [κρηπίς (Ι)] 1. κατασκευάζω κρηπίδα, φτειάχνω θεμέλια («τὸ δὲ χωρίον, ἐν ᾧ ἐσκήνησε, λίθοις τετραπέδοις ἐκρηπίδωσε», Δίων Κάσα) 2. κατασκευάζω προκυμαία αρχ. 1. εφοδιάζω κάποιον με υποδήματα 2. παθ. κρηπιδοῡμαι, όομαι α) βάζω τα… …

    Dictionary of Greek

  • 94κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …

    Dictionary of Greek

  • 95λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… …

    Dictionary of Greek

  • 96λοφάδεια — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «...αὐχήν, οἷον κατὰ τοῡ αὐχένος, ἢ χωρίον ὃ καλοῡσι Λίβυσσα». [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλοφάδεια*, κατ απόσπαση] …

    Dictionary of Greek

  • 97λοχίζω — (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, παραφυλάω 2. τοποθετώ κάποιον ως φύλακα σε ενέδρα («δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην και λοχμώδη ὁπλίτας», Θουκ.) 3. περιβάλλω με ενέδρες, περικυκλώνω κάποιο μέρος με άνδρες που ενεδρεύουν («λελοχισμένον… …

    Dictionary of Greek

  • 98μεταστρατοπεδεύω — (Α μεταστρατοπεδεύω) (ενεργ. και μέσ.) μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, στρατοπεδεύω σε άλλο μέρος, αλλάζω στρατόπεδο («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῡσαι καὶ καταλαβεῑν εὔυδρον χωρίον», Αριστοτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 99οικοδόμος — ο (Α οικοδόμος) αυτός που οικοδομεί, κτίστης («χωρίον ἡμῑν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», Ξεν.) νεοελλ. 1. αυτός που διευθύνει την οικοδόμηση, που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («οικοδόμος μηχανικός») 2. μτφ. ο κύριος πρωτεργάτης …

    Dictionary of Greek

  • 100ορχμούς — ὀρχμούς (Α) (κατά το Κανταβριγιανόν λεξικόν) «λοχμῶδες καὶ ὄρειον χωρίον, οὐκ ἐπεργαζόμενον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. μός] …

    Dictionary of Greek