ἐς χωρίον

  • 71TEUTANA — locus Sicyoniae, qui prius Titana. Steph. Τίτανα χωρίον τῆς Σικυονίας. νῦν δὲ Τευτάνιον καλεῖται. Hinc Teutani populi; quos conditores Pisarum in Italia nonnulli tradiderunt, Plin. l. 3. c. 5. Nisi malis a Teuthea urbe Elidis, vel a fluv. Teuthea …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 72VOLUTABRUM — in Glossis κολίςτρα ζώων, proprie de apris et suibus, hinc de equis: de quibus capiendus Glossarum hic locus. Nam ζῶα Graeci, absolute plerumque equos appellant, ut et ἄλογα. Hos in arena prope amnem aut lacum volutare Veteres consuefaciebant,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 73ZANCLE — I. ZANCLE Siciliae urbs, in penitissimo Pelori sinu, postea a Messeniis instaurantibus Messana appellata: licet alii diversam a Messana faciant: Zancle enim ab Anaxila Rheginorum tyranno eversa, non longe. Omnium Siciliae urbium fuit longe… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 74-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …

    Dictionary of Greek

  • 75έναυρος — ἔναυρος, ον (Α) 1. ο εκτεθειμένος στην αύρα («χωρίον εὔπνουν καὶ ἔναυρον», Θεόφρ.) 2. (το αρσ. ως κύρ. όνομ.) Ἔναυρος ένα από τα επίθετα τού Απόλλωνος …

    Dictionary of Greek

  • 76ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …

    Dictionary of Greek

  • 77διάφορος — η, ο (AM διάφορος, ον) 1. ανόμοιος, αλλιώτικος 2. ποικίλος, παντοειδής («διάφοροι λόγοι τόν ανάγκασαν να παραιτηθεί») 3. το ουδ. ως ουσ. το διάφορο* αρχ. 1. διφορούμενος, ασαφής 2. ασύμφωνος, εχθρικός («τοῑς οἰκείοις διάφορος καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων… …

    Dictionary of Greek

  • 78διαυλωνίζω — (AM) περνώ μέσα από στενή δίοδο, κανάλι, πόρο αρχ. είμαι εκτεθειμένος στους ανέμους («διαυλωνίζειν φαμὲν τὸ δεχόμενον ἐξ ἑκατέρου πνεῡμα χωρίον», Αθήν.) …

    Dictionary of Greek

  • 79διαφυτεύω — (Α) 1. φυτεύω, φυτεύω σ όλη την έκταση 2. παθ. μεταφυτεύω («ὅταν ἀδρὸν ἦ [τὸ σπέρμα] διαφυτεύεται πάλιν τοῡ ἔαρος εἰς χωρίον μαλακόν», Θεόφραστος) …

    Dictionary of Greek

  • 80εδάφιο — το (AM ἐδάφιον) χωρίο, σύντομο απόσπασμα ενός κειμένου («οὕτω δὲ τὸ ἐδάφιόν ἐστιν ἐγγεγραμμένον») νεοελλ. (για νόμους, καταστατικά, κανονισμούς κ.λπ. συνταγμένους με αύξοντα αριθμό και διαιρεμένους σε παραγράφους) η υποδιαίρεση παραγράφου («το… …

    Dictionary of Greek