ἐς χωρίον
121χωρίδιον — και σε επιγρ. χωρείδιον, τὸ, Α υποκορ. τού χωρίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. τροχ ίδιον)] …
122χωριάτης — ο, ΝΜ, θηλ. χωριάτα και χωριάτισσα, Ν κάτοικος χωριού, χωρικός νεοελλ. 1. μτφ. άνθρωπος αγροίκος, απολίτιστος, άξεστος 2. παροιμ. φρ. α) «ο χωριάτης κι αν πλουτήνει, το τσαρούχι δεν τ αφήνει» δηλώνει ότι οι πολύχρονες συνήθειες δεν ξεχνιούνται… …
123χωριακός — ή, όν, Μ χωριάτικος («χωριακόν κατάλυμα», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χωρίον + κατάλ. ακός (πρβλ. οὐσι ακός)] …
124χωριό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Καλύμνου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλύμνου. * * * το, Ν 1. αγροτικός οικισμός, μικρότερος σε έκταση και σε πληθυσμό από την κωμόπολη («τον μαύρο καβαλίκεψε και στο… …
125χωρύδριον — τὸ, Μ χωρίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] …
126ψευδοχώριον — τὸ, Μ χωρίο στο οποίο περιλαμβάνεται ψεύτικη διήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + χωρίον] …
127ψιλώνω — ψιλῶ, όω, ΝΜΑ [ψιλός] 1. μαδώ τις τρίχες, καθιστώ κάτι άτριχο, αποψιλώνω 2. γραμμ. βάζω ψιλή στο αρχικό φωνήεν μιας λέξης αρχ. 1. (γενικά) απογυμνώνω, αποστερώ («ἐπωμίδα σαρκῶν ψιλοῡν», Ιπποκρ.) 2. λεηλατώ, ληστεύω («τὸ χωρίον ψιλῶσαι», Δίων… …
128Βέλλας, Βασίλειος — (Ιωάννινα 1902 – Αθήνα 1969). Θεολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε στις θεολογικές σχολές των πανεπιστημίων της Αθήνας, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Οξφόρδης. Ειδικεύτηκε σε θέματα εβραϊκού πολιτισμού και έγινε υφηγητής… …