ἐς χωρίον

  • 111ραχάς — άδος, ή, και ῥάχας, ου, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χωρίον σύδενδρον καὶ μετέωρον διὰ τὸ ψόφον ἀποτελεῑν καταπνεόμενον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥαχάς, ἡ < ῥάχις + κατάλ. θηλ. άς, άδος (πρβλ. δειρ άς, σπιλ άς), ενώ ο τ. ῥάχας με άλλη κατάλ. κατά τα αρσ.] …

    Dictionary of Greek

  • 112σιμός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φίαλου και εγγονός του Βουκαλίωνα, βασιλιάς της Αρκαδίας. 2. Σικελός, ιδρυτής μαζί με τους Ευκλείδη και Σάκωνα της πόλης Ιμέρας. 3. Ένας από τους Αλευάδες, που βοήθησε το …

    Dictionary of Greek

  • 113σκορποχώρι — και σκροποχώρι, το, Ν 1. έλλειψη τάξης και οργάνωσης 2. (συν. φρ.) «έγιναν σκορποχώρι» μτφ. (για πλήθος προσ. ή ζώων) διαλύθηκαν, διασκορπίστηκαν εντελώς, εξαφανίστηκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + χώρι (< χωρίον), πρβλ. κεφαλο χώρι] …

    Dictionary of Greek

  • 114στίζω — ΝΜΑ 1. προξενώ στίγματα με έγκαυση ή με οξύ όργανο, στιγματίζω, διαστίζω (α. «τόν έστιξε με καυτό σίδερο» β. «τῶν δούλων τὸν πιστότατον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε», Ηρόδ.) 2. ποικίλλω ένα μέρος τού σώματος με στίγματα, κάνω δερματοστιξία («τὰ… …

    Dictionary of Greek

  • 115συγκαταλαμβάνω — Α 1. καταλαμβάνω μαζί με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῑν κοινῶν ὄντων τοῑς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», Ξεν.) 2. κυριεύω συγχρόνως, παίρνω στην κατοχή μου συγχρόνως με άλλον («ἐπειδή ξυγκατέλαβε τὸ χωρίον παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας»,… …

    Dictionary of Greek

  • 116συγκλινίαι — αἱ, Α [συγκλινής] τα επικλινή μέρη τού εδάφους («ταῑς συγκλινίαις τῶν τόπων τεκμαιρόμενος ἔχειν πηγὰς τὸ χωρίον», Πλούτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 117συγκτίζω — Α [κτίζω] 1. κτίζω ή ιδρύω από κοινού με άλλον πόλη ή αποικία 2. (γενικά) κτίζω, ιδρύω («χωρίον συνέκτισε Γάβα καλούμενον», Ιώσ.) 3. παθ. συγκτίζομαι α) δημιουργούμαι μαζί με άλλον β) καλλιεργούμαι («χωρία καλῶς γεωργεῑσθαι δυνάμενα καὶ αὐλῶνες… …

    Dictionary of Greek

  • 118χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 119χιονώδης — ες / χιονώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χιών, χιόνος] 1. γεμάτος χιόνια (α. «χιονώδης καιρός» β. «χειμὼν χιονώδης», Γεωπ. γ. «χιωνῶδες χωρίον», Πολυδ.) 2. όμοιος με χιόνι, χιονόλευκος, χιονάτος …

    Dictionary of Greek

  • 120χορτοχώριον — τὸ, ΜΑ λιβάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + χωρίον «χωριό, μέρος, έκταση» (< χώρα /χῶρος)] …

    Dictionary of Greek