ἐς χωρίον
101πέσ(σ)ον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χωρίον Κύπριοι, πεδίον, Αἰολεῑς τινὲς ὁμαλές» …
102παλαιοχωρίον — παλαιοχωρίον, τὸ (Μ) παλαιό, αρχαίο χωριό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + χωρίον] …
103παρδακός — και παρδοκός, όν, Α δίυγρος, νοτερός (α. «παρδακὸν χωρίον» β. «παρδακὰ εἵματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει την κατάλ. ακός, όπως τα μαλθ ακός, σαβ ακός] …
104περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… …
105περιοικοδομώ — έω, Α 1. οικοδομώ, κτίζω ολόγυρα («τὴν αἱμασιὰν περιῳκοδόμησε ταύτην», Δημοσθ.) 2. περιτειχίζω, περιφράσσω («τὸ γὰρ χωρίον τοῡτο περιῳκοδόμησεν ὁ πατήρ», Δημοσθ.) 3. (το ουδ. εν. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ περιοικοδομημένον ο περιφραγμένος με τοίχο …
106πλατανιστούς — οῡντος,και δωρ. και λακων. τ. πλατανιστάς, ὁ, Α δάσος από πλατάνια, πλατανώνας («καὶ χωρίον Πλατανιστάς ἐστιν ἀπὸ τῶν δένδρων», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατάνιστος «πλάτανος» + κατάλ. οῦς, οῦντος (βλ. οεις)] …
107πολεμώ — (I) πολεμῶ, έω, ΝΜΑ, πολεμάω, Ν [πόλεμος] 1. κάνω πόλεμο, παίρνω μέρος σε πόλεμο («ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν ἔργῳ πράσσοντας», Θουκ.) 2. βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση («οι Έλληνες πολέμησαν πολλά χρόνια για να ανακτήσουν την ελευθερία… …
108προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… …
109προσορίζω — Α 1. περιλαμβάνω εντός τών συνόρων και, κυρίως, προσθέτω μια χώρα στα όρια μιας επικράτειας 2. (το ενεργ. και μέσ.) ορίζω επιπροσθέτως τα όρια ενός πράγματος («προσορίζω χρόνον πένθους», Πλούτ.) 3. (ως αμτβ.) βρίσκομαι κοντά σε έναν τόπο, είμαι… …
110προχρεία — ἡ, Α 1. προκαταβολική δόση χρημάτων, προπληρωμή που δίνεται ως δάνειο 2. αρχικό κεφάλαιο για εμπορικές επιχειρήσεις 3. εγκατάσταση επιχείρησης με εργαλεία, σκεύη («ἀμπελικὸν χωρίον... καὶ προχρείας καὶ χρηστήρια», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προχρῶμαι… …