ἐς πατρός

  • 61Никейский символ веры — Икона, изображающая святых отцов Первого Никейского собора, держащих Никейский символ веры Никейский символ веры (лат. Symbolum Nicaeum)  формула вероисповедания, принятая на Первом Никейском соборе (325 год), согласно которой Б …

    Википедия

  • 62Никейский Символ веры — Икона, изображающая святых отцов Первого Никейского собора, держащих Никейский символ веры Никейский символ веры (лат. Symbolum Nicaeum)  христианский …

    Википедия

  • 63отьнь — (91) пр. 1.Отцовский, принадлежащий отцу, относящийся к отцу: поиди сѧди кыѥвѣ на столѣ отьни. СкБГ XII, 10г; и ѹслы||ша о отьни см҃рти. Парем 1271, 262–263; и посадиша || новгородци костѧнтина въ володимири. на столѣ отни. ЛН XIII2, 86–86 об.… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 64PARENTES — a PARIENDO dicti, magno in honore ubique habiti sunt. Cum enim natura exiguam hominibus vitae periodum circumscripserit, eiusque usuram dederit, tamquam pecuniae, nullâ praestitutâ die, facile suis exhauriretur civitas civibus, nisi cives… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 65ομοούσιος — α, ο (ΑΜ ὁμοούσιος, ον) 1. αυτός που σύγκειται από την ίδια ουσία με κάποιον άλλο, αυτός που έχει την ίδια φύση 2. φρ. «ομοούσιος τῳ πατρί» εκκλ. (για τον Ιησού Χριστό) αυτός που έχει την ίδια ουσία με τον πατέρα, αυτός που είναι κατά φύσιν θεός… …

    Dictionary of Greek

  • 66πατροτοπικός — ή, ό (κοινων. ανθρωπολ.) τύπος εγκατάστασης που επιβάλλεται σε ένα ζεύγος νεονύμφων και κατά τον οποίο η σύζυγος έρχεται να ζήσει στην οικογένεια τού συζύγου της. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + τοπικός. Η λ. αποτελεί απόδοση τού αγγλ. patrilocal… …

    Dictionary of Greek

  • 67σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… …

    Dictionary of Greek

  • 68υιοπάτωρ — ορος, και υἱοπατήρ, πατρός, ὁ, ΜΑ εκκλ. συν. στον πληθ. oἱ υἱοπάτορες αιρετικοί που κήρυσσαν την ταυτότητα τού Πατρός και τού Υιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητρο πάτωρ] …

    Dictionary of Greek

  • 69Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν …

    Dictionary of Greek

  • 70Άγιο Πνεύμα — I Το όνομα του τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδας. Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η αΐδιος εκπόρευση του Α.Π. γίνεται από τον Πατέρα «ως μόνης πηγής και αιτίας», ενώ η «εν χρόνω αποστολή του στην Εκκλησία» γίνεται «από του Πατρός δι’ Υιού». Τούτο δεν …

    Dictionary of Greek