ἐς πατρίδα γαιαν νῆα κατισχέμεναι

  • 1κατίσχω — και καταΐσχω (Α) 1. κρατώ πίσω, εμποδίζω, συγκρατώ («ἑλίσσεται ἔνθα καὶ ἔνθα... οὐδὲ κατίσχει», Ομ. Ιλ.) 2. οδηγώ προς μια κατεύθυνση («ἐς πατρίδα γαῑαν νῆα κατισχέμεναι», Ομ. Οδ.) 3. προσορμίζομαι, αράζω («ὁρμηθέντες αὐτόθεν κατίσχουσιν ἐς τὰς… …

    Dictionary of Greek