ἐρῑθεύομαι
1εριθεύομαι — ἐριθεύομαι (Α) [έριθος] (αποθ. κυρίως το ενεργ. σπάνιο και μεταγενέστερο) 1. εργάζομαι με μισθό, υπηρετώ κάποιον με αμοιβή 2. με δόλια μέσα επιδιώκω δημόσια θέση, επιζητώντας την επιδοκιμασία τού όχλου («ὅτι ᾑροῦντο τοὺς ἐριθυομένους», Αριστοτ.)… …
2ἠριθευμένων — ἐριθεύομαι serve perf part mp fem gen pl ἐριθεύομαι serve perf part mp masc/neut gen pl …
3ἐριθευομένης — ἐριθεύομαι serve pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …
4ἐριθευομένους — ἐριθεύομαι serve pres part mp masc acc pl …
5ἐριθευόμενος — ἐριθεύομαι serve pres part mp masc nom sg …
6ἐριθεύει — ἐριθεύομαι serve pres ind mp 2nd sg …
7ἐριθεύεσθαι — ἐριθεύομαι serve pres inf mp …
8ἠριθεύετο — ἐριθεύομαι serve imperf ind mp 3rd sg …
9έριθος — ἔριθος, ὁ, ἡ (Α) 1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο 2. μτγν. αἱ ἔριθοι εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι») 3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.) 4. μτφ.… …
10εξεριθεύομαι — ἐξεριθεύομαι (Α) [εριθεύομαι] δελεάζω, παραπλανώ …
- 1
- 2