ἐρᾰτός
51ερατεινός — ἐρατεινός, ή, όν (Α) εράσμιος, αγαπητός, χαριτωμένος (α. «Ἴλιον εἰς ἐρατεινήν» β. «ἐρατεινή ἠνορέη» ανδρεία, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός + εινός, κατ’ αναλογία προς τα αλγ εινός, ποθ εινός] …
52ερατώνυμος — ἐρατώνυμος, ον (Α) (για την Ευρώπη που τήν ερωτεύθηκε ο Ζευς) αυτός που έχει ερατόν όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός «αγαπητός» + όνυμα αιολ. τ. τού όνομα. Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …
53ευήρατος — εὐήρατος, ον (Α) πολύ αγαπητός, αξιέραστος («εὐήρατοι σταθμοί», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ερατός «αγαπητός» (< έραμαι «αγαπώ»). Το η λόγω τής συνθέσεως] …
54ιδήρατος — ἰδήρατος, ον (Α) ωραίος, εράσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδ (τού ιδείν, απρμφ. αορ. β τού ρ. ορώ) + ηρατος (αντί ερατος < έραμαι «αγαπώ») λόγω τής συνθέσεως, πρβλ. πολυ ήρατος] …
55μεγήρατος — μεγήρατος, ον (Α) πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος, επέραστος («μεγήρατα τέκνα θεάων», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγ(α) * + ήρατος (< ἐρατός < ἔραμαι), πρβλ. ευ ήρατος, πολυ ήρατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν… …
56φροντίδα — η / φροντίς, ίδος, ΝΜΑ 1. μέριμνα (α. «έχει αναλάβει τη φροντίδα τού σπιτιού» β. «ἀλλ οὐ γὰρ αὐτῆς φροντίδ ὡς τέκνων ἔχω», Ευρ.) 2. ενδιαφέρον, έγνοια 3. ανησυχία, αγωνία, σκοτούρα (α. «έχει πολλές φροντίδες» β. «καί με καρδίαν ἀμύσσει φροντίς»,… …
57ՏԵՆՉԱԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 2 0865 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 10c ա. ἑρατός desiderabilis, amabilis, optandus, blandus. Փափաքելի. ցանկալի. տարփալի. անձկալի. բաղձալի. սերտիւ սիրելի. *Առեալ զտենչալի նշխարս սրբոյն: Յանդիման տենչալւոյս… …
58κἠρατῶ — ἐρατῶ , ἐρατός lovely masc/neut gen sg (doric aeolic) …
59κἠρατώς — ἐρατώς , ἐρατός lovely masc acc pl (doric) …
60ἐρατᾶι — ἐρατᾷ , ἐρατός lovely fem dat sg (doric aeolic) …