ἐρᾰτός

  • 41Ἐράτοις — Ἔρατος masc dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 42Ἐράτων — Ἔρατος masc gen pl Ἐράτων masc nom/voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 43Ἔρατον — Ἔρατος masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 44πολυήρατος — ον, Α 1. πολύ ερατός, πολύ αγαπητός («δῶρον... τοῦτο δίδωμι, μνῆμ Ἑλένης χειρῶν, πολυήρατον ἐς γάμον ὥρην», Ομ. Οδ.) 2. αξιέραστος, αξιαγάπητος («πολυήρατος ἤβη», Ύμν. Αφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐρατός (< ἔραμαι), με έκταση τού ε σε η κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 45BUBALUS — I. BUBALUS Graece βούβαλος, in Graeca Versione Deuteron. c. 14. v. 5. et 1. Regum c. 4. v. 23. non significat, quod hodie, bovis silvestris genus, sed capreae potius; unde Hesychius δορκάδιον, i. e. capreolum, explicat. Alii tamem bubalum a… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 46CAPREA — Hebr. tsebi, a decore. Hinc passim in Cantico Sponsus capreae comparatur et hinnulo cervorum; idque ratione formae, ut multi volunt: quia de eodem Sponso dicitur Psalm. 45. v. 3. Filiorum hominis pulcherrimus es. Bochart. tamen potius ob… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 47NARCISSUS — I. NARCISSUS Hierosolymorum Episcopus undecimus, A. C. 180. pro Paschatis celebratione, Concilium habuit. De quo hunc in modum Euseb l. 6. c. 7. Histor. Eccles. Accidit aliquando, inquit, in die sollenni vigiliarum Paschae, oleum deesse… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 48έραμαι — ἔραμαι (Α) 1. νιώθω ερωτική επιθυμία («ἠράσθη τῆς ἑωυτοῡ γυναικός», Ηρόδ.) 2. επιθυμώ υπερβολικά κάτι («ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου», Ομ. Ιλ.) 3. επιθυμώ πολύ («ἀνδρῶν τυράννων κῆδος ἠράσθη λαβεῑν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ρ. έραμαι όσο και ο ιων …

    Dictionary of Greek

  • 49επήρατος — ἐπήρατος, ον (Α) 1. (για πράγμ.) ευχάριστος («δαιτὸς ἐπηράτου», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερατός (ρηματ. επίθ. τού ερώ «αγαπώ»), το η τού τ. λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …

    Dictionary of Greek

  • 50ερατίζω — ἐρατίζω (Α) [ερατός] επιθυμώ υπερβολικά …

    Dictionary of Greek