ἐρᾰτός
11σφαιρόκερας — έρατος, το, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κεφαλοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών αμμωνιτοειδών και χρησιμεύει ως χαρακτηριστικό απολίθωμα για τις θαλάσσιες αποθέσεις τού μέσου ιουρασικού …
12υψίκερας — έρατος, και ιων. τ. ὑψικέρης, ητος, ὁ, ἡ, Α υψικόρυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κερας / κέρης (< κέρας), πρβλ. καλλί κερας] …
13ἐραταῖς — ἐρατός lovely fem dat pl …
14ἐραταί — ἐρατός lovely fem nom/voc pl …
15Ἐρατοῖο — Ἐρατός masc gen sg (epic) …
16ἐρατοῖο — ἐρατός lovely masc/neut gen sg (epic) …
17Ἐρατοῖς — Ἐρατός masc dat pl …
18ἐρατοῖς — ἐρατός lovely masc/neut dat pl …
19Ἐρατοῖσιν — Ἐρατός masc dat pl (epic ionic aeolic) …
20ἐρατοῖσιν — ἐρατός lovely masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
Страницы